- πατέ
- (Pathé). Όνομα δύο Γάλλων αδελφών αρχιτεκτόνων, του Eμίλ (1860 – 1937) και του Σαρλ (1863 – 1957). Μαζί με τον Ερρίκο Λιορέ ίδρυσαν τη φερώνυμη γαλλική φωτογραφική βιομηχανία. Στα εργοστάσιά τους κατασκεύασαν φωνογραφικό μηχάνημα παρόμοιο με του Έντισον, με το σήμα «Αδελφοί Πατέ» και έμβλημα τον κόκορα. Η αντικατάσταση του κυλίνδρου του φωτογραφικού μηχανήματος από δίσκο αποτελεί πρωτοβουλία των δύο αδελφών.
Ο σπουδαιότερος από τα δύο αδέλφια ήταν ο Σαρλ, που πλούτισε κατά το 1894 διεξάγοντας εμπόριο γραμμοφώνων. Η ανακάλυψη των αδελφών Λιμιέρ τράβηξε την προσοχή του, δοκίμασε να βιομηχανοποιήσει τον κινηματογράφο και κατόρθωσε, πρώτος αυτός, να του δώσει μια κάθετη δομή, δημιουργώντας ένα μεγάλο μονοπώλιο, χάρη στο οποίο ήταν σε θέση να ελέγξει ολόκληρο το κινηματογραφικό κύκλωμα, από την κατασκευή κινηματογραφικών συσκευών και ταινίας έως την παραγωγή και την πώληση-διανομή των ταινιών και την εκμετάλλευση μεγάλων δικτύων κινηματογραφικών αιθουσών. Η βιομηχανία του Π. πολύ γρήγορα πήρε μεγάλες διαστάσεις, καλύπτοντας όλες τις ηπείρους, και έφτασε στην ακμή της το 1914. Ο Π. τότε προαισθάνθηκε την κρίση που απειλούσε τον αμερικανικό κινηματογράφο (στον οποίο είχε και αυτός συμφέροντα) και εγκατέλειψε την παραγωγή. Μετά το 1918 παρέδωσε ή πούλησε τους διάφορους κλάδους της οργάνωσής του, διατηρώντας ακόμη μόνο μερικούς δευτερεύοντες τομείς και ένα ποσοστό του Pathé Consortium Cinéma, που είχε τη διεύθυνση του μεγαλύτερου γαλλικού κυκλώματος κινηματογραφικών αιθουσών.
Οι αδελφοί Π. δημιούργησαν και τα πρώτα κινηματογραφικά επίκαιρα, με τον τίτλο Pathe Journal.
Το εργαστήριο σκηνικών στις εγκαταστάσεις του Σαρλ Πατέ, πρωτοπόρου της κινηματογραφικής βιομηχανίας, στις αρχές του εικοστού αιώνα.
* * *το1. παρασκεύασμα από κρέας, κυνήγι ή ψάρι και διάφορα συστατικά με μικρά κομμάτια ή ομογενοποιημένο μίγμα, καλυμμένο με ζωικό λίπος ή τοποθετημένο σε άλλο υλικό συσκευασίας2. είδος κρεατόπιτας με γέμιση από λαχανικά και κρέας, κυνήγι ή ψάρι τα οποία περικλείονται στη ζύμη και ψήνονται στον φούρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pate < pate (< λατ. pasta)].
Dictionary of Greek. 2013.